- κακοτεχνίαι
- κακοτεχνίαbase artificefem nom/voc plκακοτεχνίᾱͅ , κακοτεχνίαbase artificefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακοτεχνίᾳ — κακοτεχνίαι , κακοτεχνία base artifice fem nom/voc pl κακοτεχνίᾱͅ , κακοτεχνία base artifice fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτεχνία — η (AM κακοτεχνία) [κακότεχνος] νεοελλ. μσν. κακή εκτέλεση, άτεχνη εργασία, ατεχνία μσν. αρχ. κακό τέχνασμα, μηχανορραφία, δόλος αρχ. 1. (για ρήτορες) κακή τέχνη, διαφθορά, κατάπτωση τής τέχνης («ἡδονὰς καὶ κακοτεχνίας εἰσάγων», Στράβ.) 2. πληθ.… … Dictionary of Greek
πέταλο — το / πέταλον, ΝΜΑ, και πέτηλον Α το έγχρωμο φύλλο τής στεφάνης τού άνθους (α. «τα πέταλά του... να τού ανοίξει την αυγή», Γρυπ. β. «χλοερά... ῥόδεα πέταλα», Ευ ρ.) νεοελλ. μσν. μεταλλικό έλασμα που τοποθετείται κάτω από την οπλή ζώων, ιδίως τών… … Dictionary of Greek